Η αντικατάσταση ενός φθαρμένου υαλοκαθαριστήρα θα πρέπει να πραγματοποιείται όταν αρχίζει να τρίζει ή να κροταλίζει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Αυτή η κατάσταση γίνεται εύκολα αντιληπτή, καθώς ο υαλοκαθαριστήρας αφήνει μεγάλα κομμάτια βρομιάς και αρκετό νερό στην επιφάνεια του παρμπρίζ, μειώνοντας την ορατότητα του οδηγού.
Η καλή ορατότητα αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα στοιχεία για τους οδηγούς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βροχής ή σε εποχές με πρωτοβρόχια. Οι φθαρμένοι υαλοκαθαριστήρες αδυνατούν να απομακρύνουν πλήρως τη βρωμιά και το νερό, αφήνοντας λεπτές κηλίδες στο παρμπρίζ. Αυτές οι κηλίδες μειώνουν σημαντικά το πεδίο ορατότητας, ειδικά κατά το σούρουπο ή τη νύχτα, όταν οι αντανάκλασεις από αντίθετα κινούμενα αυτοκίνητα μπορεί να γίνουν επικίνδυνες.
Σήμερα, οι σύγχρονοι υαλοκαθαριστήρες υψηλής ποιότητας έχουν σχεδιαστεί για να αντέχουν σε περισσότερο από 750.000 κύκλους χρήσης. Αυτό σημαίνει ότι είναι ικανοί να καθαρίσουν μια έκταση που αντιστοιχεί σε περίπου 60 γήπεδα ποδοσφαίρου. Ωστόσο, οι ακραίες καιρικές συνθήκες όπως ο παγετός ή οι καύσωνες επηρεάζουν τη διάρκεια ζωής τους, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα και προκαλώντας φθορές στις λεπίδες τους.
Η ιστορία των υαλοκαθαριστήρων ξεκινά το 1903 με την κατάθεση του πρώτου διπλώματος ευρεσιτεχνίας από την Αμερικανίδα Mary Anderson. Ακολούθησε η παρουσίαση του πρώτου ηλεκτροκίνητου συστήματος υαλοκαθαριστήρων από την Bosch το 1926, καθώς και η εισαγωγή του ψεκασμού του παρμπρίζ με νερό το 1959 για καλύτερο καθαρισμό. Στη δεκαετία του 1990, οι υαλοκαθαριστήρες εξελίχθηκαν περαιτέρω, συνδυάζοντας διαφορετικούς τύπους καουτσούκ για καλύτερη προσαρμογή και μεγαλύτερη αντοχή.
Η φθορά των υαλοκαθαριστήρων μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην οδηγική ασφάλεια, γι’ αυτό και η τακτική παρακολούθηση της κατάστασής τους είναι απαραίτητη. Αφότου παρατηρήσετε σημάδια φθοράς ή κακής απόδοσης, είναι ωφέλιμο να προχωρήσετε άμεσα στην αντικατάστασή τους.
Πηγή: news.gr